κάνναβις

κάνναβις
η (Α κάνναβις) βλ. κάναβη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάνναβις — hemp fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καννάβει — κάνναβις hemp fem nom/voc/acc dual (attic epic) καννάβεϊ , κάνναβις hemp fem dat sg (epic) κάνναβις hemp fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανάβι και κάνναβη — (κάνναβις η ήμερος κοινή). Φυτό της οικογένειας των μορεϊδών και κατ’ άλλους των κανναβινιδών (δικοτυλήδονα). Είναι φυτό ποώδες, με όρθιο βλαστό και έχει ύψος γύρω στα 2 μ., απλό ή λίγο διακλαδιζόμενο στο ανώτερο τμήμα. Έχει φύλλα αντίθετα,… …   Dictionary of Greek

  • κανναβίδα — κάνναβις hemp fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανναβίδας — κάνναβις hemp fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανναβίδες — κάνναβις hemp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καννάβη — κάνναβις hemp fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καννάβιος — κάνναβις hemp fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνναβιν — κάνναβις hemp fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • конопля — народн., блр. колопня, сближенное с пень (ср. Аппель, РФВ 3, 87), укр. конопля, русск. цслав. конопля, болг. коноп (Младенов 249), сербохорв. ко̀нопља словен. konoplja, чеш. kоnорě, слвц. kоnоре, польск. kоnор ж., kоnорiе ж. мн., в. луж., н. луж …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”